Mädchen
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | das | Mädchen | die | Mädchen |
γενική | des | Mädchens | der | Mädchen |
δοτική | dem | Mädchen | den | Mädchen |
αιτιατική | das | Mädchen | die | Mädchen |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Mädchen (de) ουδέτερο
Σύνθετα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
Mädchen στη γερμανική Βικιπαίδεια