Schule
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Schule | die | Schulen |
γενική | der | Schule | der | Schulen |
δοτική | der | Schule | den | Schulen |
αιτιατική | die | Schule | die | Schulen |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Schule < (κληρονομημένο) μέση άνω γερμανική schuol(e) < παλαιά άνω γερμανική scuola < λατινική schola < αρχαία ελληνική σχολή [1] [2]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Schule (de) θηλυκό
- (εκπαίδευση) το σχολείο
- Die Kinder treffen sich nach der Schule auf dem Spielplatz.
- Τα παιδιά συναντιούνται στη παιδική χαρά μετά το σχολείο.
- Die Kinder treffen sich nach der Schule auf dem Spielplatz.
- σχολή ως καλλιτεχνικό, φιλοσοφικό ή επιστημονικό κίνημα
- Kretische Schule, Frankfurter Schule, Schule von Barbizon, ...
- Κρητική Σχολή, Σχολή της Φρανκφούρτης, Σχολή της Μπαρμπιζόν, ...
- Kretische Schule, Frankfurter Schule, Schule von Barbizon, ...
- (ιχθυολογία) κοπάδι ψαριών
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
- Fachschule
- Gesamtschule
- Grundschule
- Hauptschule
- Hochschule
- Privatschule
- Realschule
- Schulabschluss
- Schulbus
- Schulfach
- Schuljahr
- Schulsachen
- Schulsystem
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
Schule στη γερμανική Βικιπαίδεια
[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά θηλυκά (γερμανικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τη μέση άνω γερμανική (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από τη μέση άνω γερμανική (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά άνω γερμανικά (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (γερμανικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (γερμανικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γερμανικά)
- Γερμανική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γερμανικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γερμανικά)
- Εκπαίδευση (γερμανικά)
- Ιχθυολογία (γερμανικά)