θεϊσμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο θεϊσμός οι θεϊσμοί
      γενική του θεϊσμού των θεϊσμών
    αιτιατική τον θεϊσμό τους θεϊσμούς
     κλητική θεϊσμέ θεϊσμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
θεϊσμός < από το λατινικό deus, θεός.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

θεϊσμός αρσενικό και ντεϊσμός

  1. η πίστη στο θείο, η πίστη στο θείας φύσης μεταφυσικό
  2. λατρευτική-θρησκευτική φιλοσοφική προσέγγιση ή ανάλυση
    οι περισσότερες αθεϊστικές προσεγγίσεις είναι θεϊστικές κι όχι επιστημονικές

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Ταυτόσημο

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]