πρόχειρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πρόχειρο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πρόχειρος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈpɾo.çi.ɾo/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πρόχειρο ουδέτερο
- τετράδιο ή άλλο παρόμοιο μέσο το οποίο χρησιμοποιούμε για να καταγράψουμε κάτι προσωρινά ή να κάνουμε υπολογισμούς
- (πληροφορική) περιοχή της μνήμης του υπολογιστή η οποία χρησιμοποιείται για προσωρινή αποθήκευση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
πρόχειρο ουδέτερο