φτέρη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φτέρη | οι | φτέρες |
γενική | της | φτέρης | των | φτερών |
αιτιατική | τη | φτέρη | τις | φτέρες |
κλητική | φτέρη | φτέρες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φτέρη < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πτέρις[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈfte.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φτέ‐ρη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φτέρη θηλυκό
- (φυτό) καλλωπιστικό και διακοσμητικό φυτό με χαρακτηριστικά σύνθετα φύλλα, της κλάσης των Πτεριδικών.
- H Μαρκέλλα έχει στον κήπο της εντυπωσιακές φτέρες.
Ομώνυμα / Ομόηχα[επεξεργασία]
- φτερών: η γενική πληθυντικού ίδια με του φτερού
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ φτέρη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φυτά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)