inflame
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- inflame < (κληρονομημένο) μέση αγγλική inflammen, enflamen, enflaumen < παλαιά γαλλική enflammer < λατινική inflammō (θέτω κάτι σε φωτιά) < in + flamma. Αναλύεται σε in- + flame
Προφορά
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | inflame |
γ΄ ενικό ενεστώτα | inflames |
αόριστος | inflamed |
παθητική μετοχή | inflamed |
ενεργητική μετοχή | inflaming |
- (μεταβατικό, μεταφορικά) εξοργίζω, ξεσηκώνω, εξάπτω, προκαλώ πολύ έντονα συναισθήματα, ιδιαίτερα θυμό ή ενθουσιασμό, σε ένα άτομο ή σε μια ομάδα ανθρώπων
- ↪ His actions inflamed me; they made me mad!
- Οι πράξεις του με εξόργισαν· με νευρίασαν!
- ↪ The speaker inflamed the audience with his provoking words.
- Ο ομιλητής ξεσήκωσε το κοινό με τις προκλητικές του λέξεις.
- ↪ speeches that inflame popular feeling - λόγοι που εξάπτουν τα πνεύματα
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη arouse
- ↪ His actions inflamed me; they made me mad!
- (μεταβατικό, μεταφορικά) οξύνω, κάνω μια κατάσταση χειρότερη ή πιο δύσκολη στην αντιμετώπιση
- ※ The long-awaited verdict could inflame tension in the Southeast Asian country and have far-reaching implications in the politically divided kingdom.
- Η πολυαναμενόμενη ετυμηγορία θα μπορούσε να οξύνει τις εντάσεις στην Νοτιοανατολική χώρα και να έχει εκτεταμένες συνέπειες στο πολιτικά διαιρεμένο βασίλειο. (Al Jazeera, (25 Αυγούστου 2017), Arrest threat as Yingluck Shinawatra misses verdict)
- ※ The long-awaited verdict could inflame tension in the Southeast Asian country and have far-reaching implications in the politically divided kingdom.
- (μεταβατικό, μεταφορικά) προκαλώ φλεγμονή, φλεγμαίνω
- ↪ I inflamed my eyes by overwork.
- Προκάλεσα φλεγμονή στα μάτια μου λόγω υπερεργασίας.
- ↪ I inflamed my eyes by overwork.
Συγγενικά
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- inflame - Oxford Learner's Dictionaries
- inflame - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τη μέση αγγλική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τη μέση αγγλική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά γαλλικά (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (αγγλικά)
- Λέξεις με πρόθημα in- (αγγλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αγγλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ρήματα (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το 'love' (αγγλικά)
- Επίσημοι όροι (αγγλικά)
- Μεταφορικοί όροι (αγγλικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (αγγλικά)