inflame
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- inflame < μέση αγγλική inflammen, enflamen, enflaumen < παλαιά γαλλική enflammer < λατινική inflammō (θέτω κάτι σε φωτιά) < in + flamma. Αναλύεται σε in- + flame[1]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | inflame |
---|---|
γ΄ ενικό ενεστώτα | inflames |
αόριστος | inflamed |
παθητική μετοχή | inflamed |
ενεργητική μετοχή | inflaming |
inflame (en)
- (μεταβατικό) (σπάνιο) πυρπολώ, βάζω φωτιά σε κάτι
- (μεταβατικό) (μεταφορικά) πυροδοτώ, υποδαυλίζω, αναζωπυρώνω, αναμοχλεύω κάποιον / οξύνω, επιδεινώνω μία κατάσταση, ρίχνω λάδι στην φωτιά
- ≈ συνώνυμα: kindle, intensify, excite, arouse
- the mayor's fervent speech inflamed the public - ο ένθερμος λόγος του δημάρχου υποδαύλισε το κοινό
- ※ The long-awaited verdict could inflame tension in the Southeast Asian country and have far-reaching implications in the politically divided kingdom. - Η πολυαναμενόμενη ετυμηγορία θα μπορούσε να οξύνει τις εντάσεις στην Νοτιοανατολική χώρα και να έχει εκτεταμένες συνέπειες στο πολιτικά διαιρεμένο βασίλειο (Al Jazeera, (25 Αυγούστου 2017), Arrest threat as Yingluck Shinawatra misses verdict)
- (μεταβατικό) (μεταφορικά) εξοργίζω / ξεσηκώνω, ενθουσιάζω / φουντώνω κάποιον
- (μεταβατικό) (μεταφορικά) προκαλώ φλεγμονή, φλεγμαίνω
- I inflamed my eyes by overwork - προκάλεσα φλεγμονή στα μάτια μου λόγω υπερεργασίας
[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τη μέση αγγλική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τη μέση αγγλική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά γαλλικά (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (αγγλικά)
- Λέξεις με πρόθημα in- (αγγλικά)
- Λήμματα με προφορά (αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ρήματα (αγγλικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (αγγλικά)