sycophant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- sycophant < λατινική sycophanta < αρχαία ελληνική συκοφάντης < σῦκον + φαίνω
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
sycophant (en)
- κόλακας
- που —για ίδιον όφελος— προσκολλάται σε κάποιον ισχυρό, δουλοπρεπής, παράσιτο
- καταδότης, πληροφοριοδότης