γλωσσοδέτης: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
AtouBot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Εισαγωγή παραμέτρου γλώσσας στο πρότυπο ΔΦΑ
Γραμμή 19: Γραμμή 19:
* {{wa}} : {{τ|wa|toitche-linwe}}
* {{wa}} : {{τ|wa|toitche-linwe}}
<!-- * {{vi}} : {{τ|vi|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{vi}} : {{τ|vi|ΧΧΧ}} -->
* {{bg}} : {{τ|bg|скоропоговорка}} (skopogovorka) {{θ}}
* {{bg}} : {{τ|bg|скоропоговорка|tr=skopogovorka}} {{θ}}
<!-- * {{br}} : {{τ|br|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{br}} : {{τ|br|ΧΧΧ}} -->
* {{fr}} : {{τ|fr|virelangue}}
* {{fr}} : {{τ|fr|virelangue}}
Γραμμή 27: Γραμμή 27:
<!-- * {{et}} : {{τ|et|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{et}} : {{τ|et|ΧΧΧ}} -->
* {{eo}} : {{τ|eo|langrompilo}}
* {{eo}} : {{τ|eo|langrompilo}}
* {{ja}} : {{τ|ja|早口言葉}} (はやくちことば) (hayakuchinitoba)
* {{ja}} : {{τ|ja|早口言葉|tr=hayakuchinitoba}}
<!-- * {{ia}} : {{τ|ia|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ia}} : {{τ|ia|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{io}} : {{τ|io|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{io}} : {{τ|io|ΧΧΧ}} -->
Γραμμή 35: Γραμμή 35:
* {{it}} : {{τ|it|scioglilingua}}
* {{it}} : {{τ|it|scioglilingua}}
<!-- * {{ca}} : {{τ|ca|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ca}} : {{τ|ca|ΧΧΧ}} -->
* {{zh}} : {{τ|zh|拗口令}} (àokǒulǐng)
* {{zh}} : {{τ|zh|拗口令|tr=àokǒulǐng}}
{{μτφ-μέση}}
* {{ko}} : {{τ|ko|빨리 발음하기 어려운 문장}} (ppari bareumhagi eoryeoun munjang)
* {{ko}} : {{τ|ko|빠른말|tr=ppareunmal}}
<!-- * {{ku}} : {{τ|ku|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ku}} : {{τ|ku|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{hr}} : {{τ|hr|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{hr}} : {{τ|hr|ΧΧΧ}} -->
{{μτφ-μέση}}
<!-- * {{la}} : {{τ|la|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{la}} : {{τ|la|ΧΧΧ}} -->
* {{lt}} : {{τ|lt|greitakalbė}}
* {{lt}} : {{τ|lt|greitakalbė}}
Γραμμή 50: Γραμμή 50:
* {{pt}} : {{τ|pt|trava-línguas}}
* {{pt}} : {{τ|pt|trava-línguas}}
<!-- * {{ro}} : {{τ|ro|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ro}} : {{τ|ro|ΧΧΧ}} -->
* {{ru}} : {{τ|ru|скороговорка}} (skorogovorka) {{θ}}
* {{ru}} : {{τ|ru|скороговорка|tr=skorogovorka}} {{θ}}
<!-- * {{sr}} : {{τ|sr|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{sr}} : {{τ|sr|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{sk}} : {{τ|sk|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{sk}} : {{τ|sk|ΧΧΧ}} -->

Αναθεώρηση της 23:59, 10 Απριλίου 2011

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γλωσσοδέτης οι γλωσσοδέτες
      γενική του γλωσσοδέτη των γλωσσοδετών
    αιτιατική τον γλωσσοδέτη τους γλωσσοδέτες
     κλητική γλωσσοδέτη γλωσσοδέτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γλωσσοδέτης < γλωσσο- (< γλώσσα) + -δέτης (< δένω)

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Ουσιαστικό

γλωσσοδέτης αρσενικό

  1. σύνθετη λέξη ή σειρά λέξεων που είναι δύσκολο να προφερθεί με μεγάλη ταχύτητα, λόγω των παρηχήσεων ή των ελαφρών παραλλαγών στα φωνήεντα ή τα σύμφωνα που περιλαμβάνει. Χρησιμοποιείται, συνήθως, ως παιχνίδι. Π.χ. Μια πάπια, μα ποια πάπια; Μια πάπια με παπιά
  2. (μεταφορικά) οποιαδήποτε λέξη ή φράση που είναι δύσκολο να προφερθεί

Εκφράσεις

  • με πιάνει γλωσσοδέτης : σιωπώ λόγω αμηχανίας ή άγνοιας

Μεταφράσεις

Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «γλωσσοδετησ'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'γλωσσοδέτησ'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"'γλωσσοδέτης'"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «γλωσσοδετησ».