Μετάβαση στο περιεχόμενο

παρήχηση

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παρήχηση οι παρηχήσεις
      γενική της παρήχησης* των παρηχήσεων
    αιτιατική την παρήχηση τις παρηχήσεις
     κλητική παρήχηση παρηχήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, παρηχήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παρήχηση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή παρήχησις < παρηχέομαι / παρηχοῦμαι < παρ- + ἠχέω / ἠχῶ < ἦχος

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /paˈɾi.çi.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παρήχηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

παρήχηση θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

 δείτε τις λέξεις και, παρηχώ και ήχος

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]