άβατος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Dgolitsis (συζήτηση | συνεισφορές)
Γραμμή 17: Γραμμή 17:
* [[δυσκολοπέραστος]]
* [[δυσκολοπέραστος]]
* [[δυσπρόσιτος]]
* [[δυσπρόσιτος]]

===={{εκφράσεις}}====

«άβατος, δύσβατος, [[διαβατέος]] εστί ο ποταμός»


===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====

Αναθεώρηση της 20:43, 28 Νοεμβρίου 2015

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άβατος η άβατη το άβατο
      γενική του άβατου της άβατης του άβατου
    αιτιατική τον άβατο την άβατη το άβατο
     κλητική άβατε άβατη άβατο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άβατοι οι άβατες τα άβατα
      γενική των άβατων των άβατων των άβατων
    αιτιατική τους άβατους τις άβατες τα άβατα
     κλητική άβατοι άβατες άβατα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

άβατος < αρχαία ελληνική ἄβατος

Επίθετο

άβατος

  1. που δεν είναι προσβάσιμος από όλους, απρόσιτος, απάτητος
  2. που δεν πρέπει να βεβηλωθεί,ο ιερός

Συνώνυμα

Εκφράσεις

«άβατος, δύσβατος, διαβατέος εστί ο ποταμός»

Μεταφράσεις