κρίμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κρίμα | τα | κρίματα |
γενική | του | κρίματος | των | κριμάτων |
αιτιατική | το | κρίμα | τα | κρίματα |
κλητική | κρίμα | κρίματα | ||
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κρίμα < αρχαία ελληνική κρίμα
κρίμα ουδέτερο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
- η αμαρτία
- είπα στον παπά όλα τα κρίματά μου
- Και στο τέλος ποιο είναι το μεγάλο κρίμα της, το άλυτο και το ασυμπάθιστο, που πρέπει να το σέρνει σ’ όλη τη ζωή; (Κωνσταντίνος Χατζόπουλος, Ο Πύργος του Ακροπόταμου )
- η αδικία
- είναι μεγάλο κρίμα απέλυσαν αυτόν και όχι τον υφιστάμενο
- η ατυχία
- είναι κρίμα είναι που δεν σε είχα γνωρίσει τότε
Επίρρημα[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- το κρίμα στο λαιμό σου: όταν διαφωνούμε με την απόφαση του άλλου αλλά θα την ακολουθήσουμε
- κρίμα το μπόι σου: ειρωνικά σε ενήλικα που συμπεριφέρεται παιδιάστικα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κρίμα
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κρίμα < κρίνω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κρίμα ουδέτερο