αγωνιζόμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.ɣo.niˈzo.me.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γω‐νι‐ζώ‐με‐νος
Μετοχή
[επεξεργασία]αγωνιζόμενος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αγωνίζομαι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αγωνιζόμενος
|