αδίωκτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αδίωκτος | η | αδίωκτη | το | αδίωκτο |
γενική | του | αδίωκτου | της | αδίωκτης | του | αδίωκτου |
αιτιατική | τον | αδίωκτο | την | αδίωκτη | το | αδίωκτο |
κλητική | αδίωκτε | αδίωκτη | αδίωκτο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αδίωκτοι | οι | αδίωκτες | τα | αδίωκτα |
γενική | των | αδίωκτων | των | αδίωκτων | των | αδίωκτων |
αιτιατική | τους | αδίωκτους | τις | αδίωκτες | τα | αδίωκτα |
κλητική | αδίωκτοι | αδίωκτες | αδίωκτα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αδίωκτος < αρχαία ελληνική ἀδίωκτος
Επίθετο[επεξεργασία]
αδίωκτος, -η, -ο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αδίωκτος
|