ακατάσβεστος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ακατάσβηστος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακατάσβεστος η ακατάσβεστη το ακατάσβεστο
      γενική του ακατάσβεστου της ακατάσβεστης του ακατάσβεστου
    αιτιατική τον ακατάσβεστο την ακατάσβεστη το ακατάσβεστο
     κλητική ακατάσβεστε ακατάσβεστη ακατάσβεστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακατάσβεστοι οι ακατάσβεστες τα ακατάσβεστα
      γενική των ακατάσβεστων των ακατάσβεστων των ακατάσβεστων
    αιτιατική τους ακατάσβεστους τις ακατάσβεστες τα ακατάσβεστα
     κλητική ακατάσβεστοι ακατάσβεστες ακατάσβεστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ακατάσβεστος < (ελληνιστική κοινήἀκατάσβεστος

Επίθετο[επεξεργασία]

ακατάσβεστος,η,ο

  1. (για εστία φωτιάς) που δεν έχει κατασβεστεί ακόμη ή που μοιάζει αδύνατο να κατασβεστεί
  2. (μεταφορικά) (για έντονο συναίσθημα) που δεν χαλιναγωγείται, που δεν κατασιγάζει, δεν καταλαγιάζει, δεν καταπραϋνεται
     συνώνυμα: ακατασίγαστος, άσβεστος
    ακατάσβεστο μίσος/ ακατάσβεστη έχθρα/ ακατάσβεστος πόθος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]