ακατάσβεστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ακατάσβεστος < (ελληνιστική κοινή) ἀκατάσβεστος
Επίθετο[επεξεργασία]
ακατάσβεστος,η,ο
- (για εστία φωτιάς) που δεν έχει κατασβεστεί ακόμη ή που μοιάζει αδύνατο να κατασβεστεί
- (μεταφορικά) (για έντονο συναίσθημα) που δεν χαλιναγωγείται, που δεν κατασιγάζει, δεν καταλαγιάζει, δεν καταπραϋνεται
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ακατάσβεστα
- → δείτε τις λέξεις κατασβήνω και σβήνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
για πυρκαϊά
για συναισθήματα