ακολουθώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ακολουθώ < καθαρεύουσα ἀκολουθῶ < αρχαία ελληνική ἀκολουθέω-ῶ < ἀκόλουθος < ἀ- (αθροιστικό) + κέλευθος (οδός, πορεία)
Ρήμα
[επεξεργασία]ακολουθώ (παθητική φωνή: ακολουθούμαι)
- πηγαίνω πίσω από κάποιον άλλον διανύοντας την ίδια διαδρομή με αυτόν
- της είχε γίνει έμμονη ιδέα και τον ακολουθούσε όπου πήγαινε κατά πόδας
- διανύω μια προκαθορισμένη διαδρομή προσέχοντας να μην ξεφύγω από αυτήν
- μπορείς να ακολουθήσεις μια συντομότερη διαδρομή
- (μεταφορικά) ενεργώ σύμφωνα με μια αρχή ή ένα πρότυπο
- ακολουθώ την καρδιά μου / ακολουθώ τον δρόμο της καρδιάς/ δεν ακολουθώ τη γραμμή κανενός κόμματος
- (μεταφορικά) για την εξέλιξη ενός μεγέθους
- φθίνουσα πορεία ακολουθεί ο πληθυσμός των μικρών νησιών
- είμαι ο επόμενος σε μια ακολουθία στοιχείων
- μετά την πρώτη φάση του PSI ακολουθεί η δεύτερη
- έρχομαι ως συνέπεια προηγούμενων γεγονότων
- ποιος ξέρει τι θα ακολουθήσει μετά τις σημερινές εξελίξεις
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ακολουθάω - ακολουθώ | ακολουθούσα - ακολούθαγα | θα ακολουθάω - ακολουθώ | να ακολουθάω - ακολουθώ | ακολουθώντας | |
β' ενικ. | ακολουθάς - ακολουθείς | ακολουθούσες - ακολούθαγες | θα ακολουθάς - ακολουθείς | να ακολουθάς - ακολουθείς | ακολούθα - ακολούθαγε | |
γ' ενικ. | ακολουθάει - ακολουθά - ακολουθεί | ακολουθούσε - ακολούθαγε | θα ακολουθάει - ακολουθά - ακολουθεί | να ακολουθάει - ακολουθά - ακολουθεί | ||
α' πληθ. | ακολουθάμε - ακολουθούμε | ακολουθούσαμε - ακολουθάγαμε | θα ακολουθάμε - ακολουθούμε | να ακολουθάμε - ακολουθούμε | ||
β' πληθ. | ακολουθάτε - ακολουθείτε | ακολουθούσατε - ακολουθάγατε | θα ακολουθάτε - ακολουθείτε | να ακολουθάτε - ακολουθείτε | ακολουθάτε - ακολουθείτε | |
γ' πληθ. | ακολουθάν(ε) - ακολουθούν(ε) | ακολουθούσαν(ε) - ακολούθαγαν - ακολουθάγανε | θα ακολουθάν(ε) - ακολουθούν(ε) | να ακολουθάν(ε) - ακολουθούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ακολούθησα | θα ακολουθήσω | να ακολουθήσω | ακολουθήσει | ||
β' ενικ. | ακολούθησες | θα ακολουθήσεις | να ακολουθήσεις | ακολούθα - ακολούθησε | ||
γ' ενικ. | ακολούθησε | θα ακολουθήσει | να ακολουθήσει | |||
α' πληθ. | ακολουθήσαμε | θα ακολουθήσουμε | να ακολουθήσουμε | |||
β' πληθ. | ακολουθήσατε | θα ακολουθήσετε | να ακολουθήσετε | ακολουθήστε | ||
γ' πληθ. | ακολούθησαν ακολουθήσαν(ε) |
θα ακολουθήσουν(ε) | να ακολουθήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ακολουθήσει | είχα ακολουθήσει | θα έχω ακολουθήσει | να έχω ακολουθήσει | ||
β' ενικ. | έχεις ακολουθήσει | είχες ακολουθήσει | θα έχεις ακολουθήσει | να έχεις ακολουθήσει | ||
γ' ενικ. | έχει ακολουθήσει | είχε ακολουθήσει | θα έχει ακολουθήσει | να έχει ακολουθήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ακολουθήσει | είχαμε ακολουθήσει | θα έχουμε ακολουθήσει | να έχουμε ακολουθήσει | ||
β' πληθ. | έχετε ακολουθήσει | είχατε ακολουθήσει | θα έχετε ακολουθήσει | να έχετε ακολουθήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ακολουθήσει | είχαν ακολουθήσει | θα έχουν ακολουθήσει | να έχουν ακολουθήσει |
|