ανέγνωρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανέγνωρος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀνέγνωρος < ἀνέ- στερητικό + ἄγνωρος [1]
Επίθετο[επεξεργασία]
ανέγνωρος
- ο άγνωστος, μη γνώριμος, που δεν τον αναγνωρίζει κάποιος ως οικεία φυσιογνωμία
- ο άσημος, η μη αναγνωρίσιμη φυσιογνωμία
- αγνώριστος, που άλλαξε πολύ και δεν τον αναγνωρίζεις εξαιτίας της αλλαγής
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τη λέξη γνωρίζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανέγνωρος
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ ανέγνωρος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Πηγές[επεξεργασία]
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ανέ- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)