ανέκδοτο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ανέκδοτο τα ανέκδοτα
      γενική του ανεκδότου
ανέκδοτου
των ανεκδότων
    αιτιατική το ανέκδοτο τα ανέκδοτα
     κλητική ανέκδοτο ανέκδοτα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ανέκδοτο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ανέκδοτος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀνέκδοτον (έργο που δεν έχει εκδοθεί) (στον πληθυντικό αριθμό ἀνέκδοτα) < αρχαία ελληνική ἀνέκδοτος ((για κόρη) που δεν έχει παντρευτεί)[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /aˈnek.ðo.to/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ανέκδοτο ουδέτερο

  1. η μικρή ιστορία που στόχο έχει να προκαλέσει γέλιο
  2. το συμβάν που αφορά ιστορικούς χρόνους αλλά δεν θεωρείται, επίσημα, σαν μέρος της ιστορίας και ίσως δεν έχει επαληθευθεί

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

ανέκδοτο

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. ανέκδοτο - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.