ανακουφισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανακουφισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ανακουφίζω
Μετοχή[επεξεργασία]
ανακουφισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη ανακουφίζω