αντιμάμαλο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αντιμάμαλο ουδέτερο
- (ναυτικός όρος) παλινδρομικός κυματισμός, η επιστροφή ενός κύματος, αφού πρώτα κτυπήσει στα βράχια της ακτής
- (ναυτικός όρος) ο αφρός που δημιουργείται από τον κυματισμό
- (ναυτικός όρος) (κατ’ επέκταση) φουρτούνα, θαλασσοταραχή
- (μεταφορικά) δυσκολία, εμπόδιο, ταλαιπωρία