αποδόσιμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀποδόσιμος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποδόσιμος η αποδόσιμη το αποδόσιμο
      γενική του αποδόσιμου της αποδόσιμης του αποδόσιμου
    αιτιατική τον αποδόσιμο την αποδόσιμη το αποδόσιμο
     κλητική αποδόσιμε αποδόσιμη αποδόσιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποδόσιμοι οι αποδόσιμες τα αποδόσιμα
      γενική των αποδόσιμων των αποδόσιμων των αποδόσιμων
    αιτιατική τους αποδόσιμους τις αποδόσιμες τα αποδόσιμα
     κλητική αποδόσιμοι αποδόσιμες αποδόσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αποδόσιμος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀποδόσιμος (που αποκαθίσταται)[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.poˈðo.si.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πο‐δό‐σι‐μος

Επίθετο[επεξεργασία]

αποδόσιμος, -η, -ο

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις αποδίδω και δίνω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)