αποκαμωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
.
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
αποκαμωμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αποκάμνω και αποκάνω
- ↪ Γύρισε από τη δουλειά αποκαμωμένη και έπεσε κατ' ευθείαν για ύπνο