αποπληκτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αποπληκτικός < αρχαία ελληνική ἀποπληκτικός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.po.pli.ktiˈkos/
Επίθετο[επεξεργασία]
αποπληκτικός, -ή, -ό
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αποπληκτικός