απόλεμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | απόλεμος | η | απόλεμη | το | απόλεμο |
γενική | του | απόλεμου | της | απόλεμης | του | απόλεμου |
αιτιατική | τον | απόλεμο | την | απόλεμη | το | απόλεμο |
κλητική | απόλεμε | απόλεμη | απόλεμο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | απόλεμοι | οι | απόλεμες | τα | απόλεμα |
γενική | των | απόλεμων | των | απόλεμων | των | απόλεμων |
αιτιατική | τους | απόλεμους | τις | απόλεμες | τα | απόλεμα |
κλητική | απόλεμοι | απόλεμες | απόλεμα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απόλεμος < αρχαία ελληνική ἀπόλεμος
Επίθετο[επεξεργασία]
απόλεμος, -η, -ο
- που δεν πολέμησε
- που δεν έχει πείρα από πόλεμο
- που δεν είναι κατάλληλος για πόλεμο
- (κατ’ επέκταση) φιλειρηνικός
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απόλεμος
|