αστείρευτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αστείρευτος < αστέρευτος (< α- + στερεύω) με επίδραση του στείρος
Επίθετο[επεξεργασία]
αστείρευτος, -η, -ο
- που δεν στερεύει, δεν εξαντλείται, δεν σώνεται, δεν τελειώνει
- αστείρευτη πηγή, αστείρευτος πλούτος, αστείρευτο χιούμορ
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αστείρευτος