ασυνήθιστος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασυνήθιστος η ασυνήθιστη το ασυνήθιστο
      γενική του ασυνήθιστου της ασυνήθιστης του ασυνήθιστου
    αιτιατική τον ασυνήθιστο την ασυνήθιστη το ασυνήθιστο
     κλητική ασυνήθιστε ασυνήθιστη ασυνήθιστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασυνήθιστοι οι ασυνήθιστες τα ασυνήθιστα
      γενική των ασυνήθιστων των ασυνήθιστων των ασυνήθιστων
    αιτιατική τους ασυνήθιστους τις ασυνήθιστες τα ασυνήθιστα
     κλητική ασυνήθιστοι ασυνήθιστες ασυνήθιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ασυνήθιστος < α- στερητικό + συνηθίζω + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος

Επίθετο[επεξεργασία]

ασυνήθιστος

  1. που δεν έχει συνηθίσει κάτι
    είναι ασυνήθιστος στις πεζοπορίες, γι' αυτό κουράστηκε τόσο πολύ
  2. που δεν συμβαίνει συχνά, όχι συνήθης
    αυτές οι θερμοκρασίες είναι ασυνήθιστες για την εποχή

Μεταφράσεις[επεξεργασία]