αυτόκλητος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: αὐτόκλητος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αυτόκλητος η αυτόκλητη το αυτόκλητο
      γενική του αυτόκλητου της αυτόκλητης του αυτόκλητου
    αιτιατική τον αυτόκλητο την αυτόκλητη το αυτόκλητο
     κλητική αυτόκλητε αυτόκλητη αυτόκλητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αυτόκλητοι οι αυτόκλητες τα αυτόκλητα
      γενική των αυτόκλητων των αυτόκλητων των αυτόκλητων
    αιτιατική τους αυτόκλητους τις αυτόκλητες τα αυτόκλητα
     κλητική αυτόκλητοι αυτόκλητες αυτόκλητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αυτόκλητος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική αὐτόκλητος < αρχαία ελληνική αὐτός) + κλητός (< αρχαία ελληνική καλέω)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /aˈfto.kli.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αυ‐τό‐κλη‐τος

Επίθετο[επεξεργασία]

αυτόκλητος, -η, -ο

  • (λόγιο) που παρευρίσκεται ή επεμβαίνει χωρίς να έχει προσκληθεί

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]