βρογχικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βρογχικός < βρόγχος + -ικός < (μεταφραστικό δάνειο) νεολατινική bronchialis < αρχαία ελληνική βρογχία / βρόγχια < βρόγχος
Επίθετο[επεξεργασία]
βρογχικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τους βρόγχους, ανήκει σ’ αυτούς ή αναφέρεται σ’ αυτούς.
- (ουσιαστικοποιημένο) βρογχικά
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη βρόγχος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ικός (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)