γαλβανισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γαλβανισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου γαλβανίζω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɣal.va.niˈzme.nos/
Μετοχή[επεξεργασία]
γαλβανισμένος, -η, -ο
- ηλεκτρολυτικά επιψευδαργυρωμένο μέταλλο για αντιδιαβρωτική προστασία
- που έχει υποστεί τη διαδικασία του γαλβανισμού
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γαλβανισμένος