γιατροσόφι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γιατροσόφι τα γιατροσόφια
      γενική του γιατροσοφιού των γιατροσοφιών
    αιτιατική το γιατροσόφι τα γιατροσόφια
     κλητική γιατροσόφι γιατροσόφια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γιατροσόφι < μεσαιωνική ελληνική ἰατροσόφιον < ελληνιστική κοινή ἰατροσοφιστής < αρχαία ελληνική ἰατρός + σοφία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γιατροσόφι ουδέτερο

  1. πρακτική θεραπεία αμφίβολης επιστημονικής εγκυρότητας
  2. (μεταφορικά) αμφίβολης απόδοσης προσέγγιση επίλυσης προβλήματος

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]