γλυκοβύζαστος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γλυκοβύζαστος η γλυκοβύζαστη το γλυκοβύζαστο
      γενική του γλυκοβύζαστου της γλυκοβύζαστης του γλυκοβύζαστου
    αιτιατική τον γλυκοβύζαστο τη γλυκοβύζαστη το γλυκοβύζαστο
     κλητική γλυκοβύζαστε γλυκοβύζαστη γλυκοβύζαστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γλυκοβύζαστοι οι γλυκοβύζαστες τα γλυκοβύζαστα
      γενική των γλυκοβύζαστων των γλυκοβύζαστων των γλυκοβύζαστων
    αιτιατική τους γλυκοβύζαστους τις γλυκοβύζαστες τα γλυκοβύζαστα
     κλητική γλυκοβύζαστοι γλυκοβύζαστες γλυκοβύζαστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γλυκοβύζαστος < γλυκο- + (βυζαίνω), βυζασ- όπως ο αόριστος βύζασα (βύζαξα)+ -τος (δείτε γλυκοβύζαχτος)

Επίθετο[επεξεργασία]

γλυκοβύζαστος, -η, -ο

  1. (λογοτεχνικό, για το γάλα στο θηλασμό) γλυκός
    ※  Διονύσιος Σολωμός, Ὕμνος εἰς τὴν Ἐλευθερίαν, στροφή 85
    Ἡ ψυχή μου ἀναγαλλιάζει
    πὼς ὁ κόρφος καθεμιᾶς
    γλυκοβύζαστο ἐτοιμάζει
    γάλα ἀνδρείας κι ἐλευθεριάς.
  2. (παρωχημένο, για μωρό) που βυζαίνει ήρεμα, απαλά και με ευχαρίστηση

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις γλυκός και βυζί

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]