δίοδος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δίοδος | οι | δίοδοι |
γενική | της | διόδου | των | διόδων |
αιτιατική | τη | δίοδο | τις | διόδους |
κλητική | δίοδε (δίοδο) |
δίοδοι | ||
Κατηγορία όπως «ήπειρος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δίοδος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δίοδος (πέρασμα) < διά (δί-) + ὁδός
- όρος της ηλεκτρολογίας < λόγιο ενδογενές δάνειο: διαγλωσσική ορολογία diode όπως η αγγλική < diode < di- + -ode[1][2] που δημιουργήθηκε, το 1919, από τον Βρετανό Ουίλιαμ Χένρι Εκλς (William Henry Eccles).
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δίοδος θηλυκό
- δρόμος που οδηγεί από ένα σημείο σε άλλο, πέρασμα
- η ενέργεια της διέλευσης μέσα από οριοθετημένο διάστημα, το πέρασμα
- απαγορεύεται η δίοδος
- (συνεκδοχικά) δρόμος διεξόδου, πέρασμα προς
- δεν υπάρχει δίοδος προς τη θάλασσα
- (ηλεκτρολογία) ηλεκτρονικό εξάρτημα που επιτρέπει την κίνηση του ρεύματος μόνο προς μία κατεύθυνση
- για την ανόρθωση του ρεύματος χρησιμοποιούμε μία δίοδο
Σύνθετα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εξάρτημα
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ δίοδος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δίοδος θηλυκό
Συγγενικά
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- δίοδος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δίοδος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ήπειρος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα δί- από το δια- (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από διαγλωσσικούς όρους (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από διαγλωσσικούς όρους (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ηλεκτρολογία (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)