διαγουμισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ðʝa.ɣu.miˈzme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δια‐γου‐μι‐σμέ‐νος
Μετοχή[επεξεργασία]
διαγουμισμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος διαγουμίζω
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διαγουμισμένος
|