λεηλατημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λεηλατημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου λεηλατώ
Μετοχή
[επεξεργασία]λεηλατημένος, -η, -ο
- που έχει λεηλατηθεί
- λεηλατημένα σπίτια
- (μεταφορικά) αδειασμένος, κενός από το περιεχόμενό του
- μετά τις εκπτώσεις, τα καταστήματα έμειναν λεηλατημένα