διαχωριστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διαχωριστικός < ελληνιστική κοινή διαχωριστικός < αρχαία ελληνική διαχωρίζω < διά + χωρίζω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ði̯a.xo.ɾi.stiˈkos/ & /ðʝa.xo.ɾi.stiˈkos/
Επίθετο[επεξεργασία]
διαχωριστικός, -ή, -ό
- που διαχωρίζει κάτι από κάτι άλλο
- που έχει σχέση με το διαχωρισμό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- διαχωριστικά
- → δείτε τις λέξεις διαχωρίζω, χωρίζω και χώρος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διαχωριστικός
|