εγκλιτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εγκλιτικός < ελληνιστική κοινή ἐγκλιτικός < αρχαία ελληνική ἔγκλισις
Επίθετο[επεξεργασία]
εγκλιτικός, -ή, -ό
- για λέξη που χάνει τον τόνο της ή τον μεταβιβάζει στη λήγουσα της προηγούμενης λέξης
- σχετικός με τις εγκλίσεις του ρήματος
- να κάνετε εγκλιτική αντικατάσταση του τύπου, δηλαδή να γράψετε τους αντίστοιχους τύπους των άλλων εγκλίσεων του ίδιου χρόνου στην ίδια φωνή και στο ίδιο πρόσωπο και αριθμό