εγκλιτικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐγκλητικός, εγκλητικός, ἐγκλιτικός

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εγκλιτικός η εγκλιτική το εγκλιτικό
      γενική του εγκλιτικού της εγκλιτικής του εγκλιτικού
    αιτιατική τον εγκλιτικό την εγκλιτική το εγκλιτικό
     κλητική εγκλιτικέ εγκλιτική εγκλιτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εγκλιτικοί οι εγκλιτικές τα εγκλιτικά
      γενική των εγκλιτικών των εγκλιτικών των εγκλιτικών
    αιτιατική τους εγκλιτικούς τις εγκλιτικές τα εγκλιτικά
     κλητική εγκλιτικοί εγκλιτικές εγκλιτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εγκλιτικός < ελληνιστική κοινή ἐγκλιτικός < αρχαία ελληνική ἔγκλισις

Επίθετο[επεξεργασία]

εγκλιτικός, -ή, -ό

  1. για λέξη που χάνει τον τόνο της ή τον μεταβιβάζει στη λήγουσα της προηγούμενης λέξης
  2. σχετικός με τις εγκλίσεις του ρήματος
    να κάνετε εγκλιτική αντικατάσταση του τύπου, δηλαδή να γράψετε τους αντίστοιχους τύπους των άλλων εγκλίσεων του ίδιου χρόνου στην ίδια φωνή και στο ίδιο πρόσωπο και αριθμό

Παράγωγα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]