επίμοχθος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επίμοχθος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπίμοχθος. Συγχρονικά αναλύεται σε επί- + μόχθ(ος) + -ος.
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /eˈpi.mo.xθos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πί‐μο‐χθος
Επίθετο[επεξεργασία]
επίμοχθος, -η, -ο
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τις λέξεις επί και μόχθος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επίμοχθος
→ δείτε τη λέξη κοπιαστικός |
Πηγές[επεξεργασία]
- επίμοχθος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα επί- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)