επιγονάτιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιγονάτιο < μεσαιωνική ελληνική ἐπιγονάτιον < ἐπί + (ελληνιστική κοινή) γονάτιον < αρχαία ελληνική γόνυ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵónu
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.pi.ɣoˈna.ti.o/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επιγονάτιο ουδέτερο
- (θρησκεία) επισκοπικό άμφιο με ρομβοειδές σχήμα που κρέμεται και ακουμπά στο γόνατο του επισκόπου
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη γόνατο
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επιγονάτιο