ετερονομία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ετερονομία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική hétéronomie < αρχαία ελληνική ἕτερος + νόμος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ετερονομία θηλυκό
- η έλλειψη αυτονομίας
- (φιλοσοφία) έλλειψη αυτόνομης βούλησης, εξάρτηση από εξωγενείς παράγοντες (θρησκεία, νόμοι κ.λπ.)
- (γενετική) ανωμαλία που παρουσιάζεται κατά τη διάπλαση
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ετερονομία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φιλοσοφία (νέα ελληνικά)
- Γενετική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)