ευλογιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ευλογιά | οι | ευλογιές |
γενική | της | ευλογιάς | των | ευλογιών |
αιτιατική | την | ευλογιά | τις | ευλογιές |
κλητική | ευλογιά | ευλογιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ευλογιά < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική εὐλογιά[1] < ευλογία (ευφημισμός) < αρχαία ελληνική εὐλογία
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.vloˈʝa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ευ‐λο‐γιά
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ευλογιά θηλυκό
- (ιατρική) λοιμική επιδημική νόσος που οφείλεται σε ιούς (Variola major ή Variola minor) και προκαλεί ερυθηματώδη εξανθήματα και αργότερα φουσκάλες γεμάτες υγρό
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- ευλογιά στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ευλογιά
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ ευλογιά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Ευφημισμοί (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)