ευπρόσωπος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ευπρόσωπος < αρχαία ελληνική εὐπρόσωπος < εὖ + πρόσωπο
Επίθετο[επεξεργασία]
ευπρόσωπος, -η, -ο
- που έχει κάποια ποιότητα και μας δημιουργεί θετικές εντυπώσεις
- Ευπρόσωπη ελληνική παρουσία στο Φεστιβάλ Βερολίνου (*)