εύγλωττος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εύγλωττος < αρχαία ελληνική εὔγλωττος
Επίθετο[επεξεργασία]
εύγλωττος, -η, -ο
- που εκφράζει κάτι κατά τρόπο απόλυτα σαφή και κατανοητό, εκφραστικός
- εύγλωττη χειρονομία, εύγλωττη σιωπή