ημιεπίσημος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ημιεπίσημος < ημι- + επίσημος ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική semi-officiel
Επίθετο[επεξεργασία]
ημιεπίσημος, -η, -ο
- που δεν είναι ούτε τελείως επίσημος ούτε ξεκάθαρα ανεπίσημος
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ημιεπίσημος