θερμό μέτωπο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | θερμό μέτωπο | τα | θερμά μέτωπα |
γενική | του | θερμού μετώπου | των | θερμών μετώπων |
αιτιατική | το | θερμό μέτωπο | τα | θερμά μέτωπα |
κλητική | θερμό μέτωπο | θερμά μέτωπα | ||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /θeɾˈmo ˈme.to.po/
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
θερμό μέτωπο ουδέτερο
- (μετεωρολογία) το πίσω άκρο μίας μάζας ψυχρού αέρα που υποχωρεί, στο οποίο δημιουργούνται νέφη τα οποία συχνά προκαλούν υετό[1]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θερμό μέτωπο
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Θερμό μέτωπο, στον Θησαυρό Μετεωρολογικών Όρων του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών