ιππουρίδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ιππουρίδα < αρχαία ελληνική ἵππουρις < ἵππος + οὐρά
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ιππουρίδα θηλυκό
- (παρωχημένο) (ιστορία) διακριτικό του βαθμού Τούρκου πασά (φτιαγμένο από φούντα από τρίχες της ουράς αλόγου)
- (βοτανική, φυτό) είδος ποώδους φυτού
- (ανατομία) νηματοειδής κατάληξη νωτιαίου μυελού
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ιππουριδικός
- → δείτε τη λέξη ίππος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ιππουρίδα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ελπίδα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιστορία (νέα ελληνικά)
- Βοτανική (νέα ελληνικά)
- Φυτά (νέα ελληνικά)
- Ανατομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)