ισόρροπος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ισόρροπος < αρχαία ελληνική ἰσόρροπος
Επίθετο[επεξεργασία]
ισόρροπος, -η, -ο
- που διατηρεί ή εξασφαλίζει την ισορροπία, που αναπτύσσεται εξίσου σε όλη την έκταση ή όλους τους τομείς
- Επίσης, θα ενισχυθεί ο ρόλος αστικών κέντρων, όπως τα Ιωάννινα, «συμβάλλοντας στην ισόρροπη ανάπτυξη της Βορειοδυτικής Ελλάδας». (*)
- (κατ’ επέκταση) αρμονικός
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ανισορροπία
- ανισόρροπος
- εξισορρόπηση
- εξισορροπητικά
- εξισορροπώ
- ισορροπημένα
- ισορροπημένος
- ισορρόπηση
- ισορροπητικός
- ισορροπία
- ισορροπιστής
- ισορροπίστρια
- ισορροπώ
- → δείτε τις λέξεις ίσος και ρέπω