καλλιεργητικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καλλιεργητικός < καλλιεργητ(ής) + -ικός < καλλιεργώ
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ka.li.eɾ.ʝi.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : καλ‐λι‐ερ‐γη‐τι‐κός
Επίθετο[επεξεργασία]
καλλιεργητικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την καλλιέργεια ή αναφέρεται σ’ αυτή