κατάφορτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κατάφορτος < ελληνιστική κοινή κατάφορτος
Επίθετο[επεξεργασία]
κατάφορτος
- (κυριολεκτικά) που έχει μεγάλο φορτίο
- (μεταφορικά) που είναι γεμάτος, που παρέχει κάτι σε αφθονία
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κατάφορτος
|