κατηγορία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κατηγορία οι κατηγορίες
      γενική της κατηγορίας των κατηγοριών
    αιτιατική την κατηγορία τις κατηγορίες
     κλητική κατηγορία κατηγορίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κατηγορία < αρχαία ελληνική κατηγορία < κατήγορος < κατά + αγορεύω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κατηγορία θηλυκό

  1. η απόδοση μομφής σε κάποιον, η δήλωση ότι κάποιος είναι ένοχος για μια ενέργεια, διέπραξε κάτι επιβλαβές σε βάρος άλλου ή κάτι παράνομο ή κάτι ανήθικο
     συνώνυμα: καταγγελία
  2. η ομάδα στην οποία ανήκει ένα είδος, το σύνολο ομοίων πραγμάτων ή ιδεών
     συνώνυμα: ομάδα, τάξη, σύνολο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]