κοκέτα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κοκέτα οι κοκέτες
      γενική της κοκέτας των κοκετών
    αιτιατική την κοκέτα τις κοκέτες
     κλητική κοκέτα κοκέτες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κοκέτα < (άμεσο δάνειο) γαλλική coquette (ή από την ιταλική cochetta [1]) θηλυκό του coquet (μικρός κόκορας) < (ηχομιμητική λέξη) [2]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /koˈce.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κο‐κέ‐τα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κοκέτα θηλυκό (αρσενικό κοκέτης)

Παράγωγα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε κοκέτης

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. κοκέτα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.